- ψυχροθεραπεία
- ημέθοδος θεραπευτική που χρησιμοποιεί ψυχρά νερά ή πάγο, κρυοθεραπεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχροθεραπεία — η, Ν ιατρ. η κρυοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ψυχροθεραπευτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεύω] … Dictionary of Greek
ψυχροθεραπευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)